Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα μακρόνησος. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα μακρόνησος. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

01 Μαρτίου, 2020

Η Μεγάλη Σφαγή τον Μάρτη του 1948 στη ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ.

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ

Η μεγάλη σφαγή τον Μάρτη του 1948
Μακρόνησος στο μεσουράνημά της, ένα χρόνο μετά το αιματοκύλισμα των κρατουμένων σκαπανέων του Α' Τάγματος
Ν.ΜΑΡΓΑΡΗΣ
Μακρόνησος στο μεσουράνημά της, ένα χρόνο μετά το αιματοκύλισμα των κρατουμένων σκαπανέων του Α' Τάγματος
«Σε τούτα τα βράχια τουφεκίστηκαν οι 300 του Α' Τάγματος
τούτα τα φύκια είναι μια τούφα μαλλιά
ξεκολλημένα μαζί με το πετσί
απ' το καύκαλο ενός συντρόφου που αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση»
Γιάννης Ρίτσος
***
Τέτοιες μέρες ήτανε. Τη μια μέρα ήτανε χειμώνας, την άλλη έμπαινε η άνοιξη.
Οχι, όμως και στο Μακρονήσι.
Εδώ, ο τροχός γυρνούσε αντίστροφα. Στη θέση ενός φωτεινού κόσμου, του κόσμου της αντίστασης και της λευτεριάς, επιχειρούνταν να στηθεί το βασίλειο του τρόμου.
Πεντέμισι χιλιάδες φαντάροι, που η αστική τάξη εκτιμούσε ότι είναι στο παραπέντε να περάσουν με το μέρος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, είχαν κλειστεί στο σύρμα της Μακρονήσου, για να «αναμορφωθούν» και να σταλούν στο μέτωπο να χτυπήσουν τους συντρόφους τους.
Αυτοί οι 5.500 φαντάροι δεν ήταν όποιοι κι όποιοι. Ηταν οι αμετανόητοι που είχαν ξεδιαλεχτεί από τα άλλα τάγματα. Στο νησί εκείνη την περίοδο υπήρχαν τρία τάγματα σκαπανέων. Τα Α, Β και Γ. Τα Β και Γ λειτουργούσαν ως φίλτρα. Οι αμετανόητοι μεταφέρονται στο Α τάγμα. 5.500 ψυχές έτοιμες για τη μεγάλη σφαγή. Ηταν 29 του Φλεβάρη κι ερχόταν η 1 Μάρτη του 1948.
***
Αυτό που γινόταν δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Η αστική τάξη είχε ήδη αποκτήσει εμπειρία, από τον εγκλεισμό στο «σύρμα» στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική 15.000 αντιφασιστών Ελλήνων στρατιωτών. Είχε ήδη μέχρι τις αρχές του 1947 μαντρώσει 5.809 κρατούμενους στα νησιά της εξορίας και άλλους 11.244 κρατούμενους τους είχε σε φυλακές και στρατόπεδα να περιμένουν την εκτόπισή τους.
Ο παράνομος «Ριζοσπάστης» (12-3-1948) αποκαλύπτει τους πραγματικούς στόχους του μακελειού
Ο παράνομος «Ριζοσπάστης» (12-3-1948) αποκαλύπτει τους πραγματικούς στόχους του μακελειού
Είχε έρθει η ώρα για να ξεκινήσει η εκκαθάριση του ανασυγκροτούμενου αστικού στρατού. Κατά χιλιάδες οι φαντάροι απομονώνονται από το κυρίως σώμα του αστικού στρατού και συγκροτούνται τα τάγματα σκαπανέων.

Ηταν η εποχή που έχει ήδη ανακοινωθεί το Σχέδιο Μάρσαλ και διακηρυσσόταν το Δόγμα Τρούμαν. Η εποχή που μετά την αποτυχία των ναζί να συντρίψουν τη Σοβιετική Ενωση, ο ιμπεριαλισμός σούμπιτος έβαζε πλώρη για να αντιμετωπίσει το σοσιαλιστικό σύστημα που είχε βγει τροπαιούχο από τον Β' Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο.
Η αστική τάξη στη χώρα μας γνώριζε πολύ καλά τι έκανε και πού πήγαινε. 
Ο τότε υπουργός Στρατιωτικών Π. Κανελλόπουλος δήλωνε: «Η ιστορία θα γράψει πως η στροφή της παγκοσμίου καταστάσεως εδώ άρχισε, στη Μακρόνησο. Στο ξερονήσι αυτό, υπέροχον σχολείον αναβαπτίσεως των ασώτων υιών του έθνους, εβλάπτισεν σήμερον η Ελλάς ωραιοτέρα παρά ποτέ» (δήλωση υπουργού Στρατιωτικών Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που έδωσε συγχαρητήρια στους επιτελείς των ταγμάτων στη Μακρόνησο, ηχητικό ντοκουμέντο από το ντοκιμαντέρ του Λ. Βαρδαρού «Μακρόνησος. Τόποι πολιτικής εξορίας και ιστορικής μνήμης»).
Ολη η χώρα μια φυλακή
Είναι η εποχή που στην Ελλάδα αναπτύσσεται ο ένοπλος ταξικός αγώνας και η χώρα μετατρέπεται από άκρη σε άκρη σε μια απέραντη φυλακή.
 Αντλούμε στοιχεία από το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμος Β2:
Απλώθηκαν και λειτούργησαν σε όλη την επικράτεια δεκάδες φυλακές και τόποι εξορίας με κρατούμενους κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές της ΕΑΜικής Αντίστασης. 
Στα τέλη του 1946 με αρχές του 1947 καταμετρώνται σε όλη τη χώρα 49 φυλακές και 35 τόποι εξορίας. 
Σ' αυτά πρέπει να προστεθούν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αιχμαλώτων που χρησιμοποίησε ο αστικός στρατός, καθώς και τα κρατητήρια και τμήματα που χρησιμοποίησαν η Χωροφυλακή και η Ασφάλεια, στα οποία κρατήθηκαν και ανακρίθηκαν χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι. 
Υπήρξαν επίσης 21 νοσοκομεία στα οποία κρατούνταν ασθενείς αγωνιστές, όπως το «Σωτηρία» και το «Αγιος Παύλος».
Ξυλογραφία του Γ. Φαρσακίδη,1949: Μετά το μακελειό, ο Ιωαννίδης με τους αλφαμίτες μπρος στα αιμόφυρτα κορμιά, εκβιάζουν για δήλωση. «Σκύψε κομμούνα να ιδείς, τα τίναξαν οι πουτάνες. Η σειρά σου τώρα, καθάριζε...»
Ξυλογραφία του Γ. Φαρσακίδη,1949: Μετά το μακελειό, ο Ιωαννίδης με τους αλφαμίτες μπρος στα αιμόφυρτα κορμιά, εκβιάζουν για δήλωση. «Σκύψε κομμούνα να ιδείς, τα τίναξαν οι πουτάνες. Η σειρά σου τώρα, καθάριζε...»
Ακόμα, γι' αυτήν την περίοδο αναφέρονται τουλάχιστον 5 κρατητήρια «παρακρατικών» συμμοριών, όπως οι στάβλοι του Μπαντουβά στο Ηράκλειο Κρήτης και τα κρατητήρια της ΕΑΟΚ στις Κροκεές Λακωνίας.
Η Μακρόνησος ήταν το πλέον συμβολικό στρατόπεδο. Εδώ οι μηχανισμοί καταστολής τελειοποιήθηκαν, η βία συστηματοποιήθηκε και οι πολιτικά διωκόμενοι γνώρισαν τη μεγαλύτερη αναμέτρησή τους με τον ταξικό αντίπαλο.
Η δημιουργία της Μακρονήσου υπήρξε οργανωμένο σχέδιο των Βρετανών και Αμερικανών, σε συνεργασία με το ελληνικό αστικό κράτος, για την εξουδετέρωση μιας μεγάλης μερίδας του λαϊκού κινήματος, πρωταρχικά με σκοπό την εκκαθάριση του κυβερνητικού στρατού από δυνάμεις που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εξεγέρσεις σε μονάδες, σε συνδυασμό με την αποστέρηση του ΔΣΕ από πολύτιμες εφεδρείες. 
Ταυτόχρονα, επιδιώχτηκε το ηθικό τσάκισμα των κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών μέσα από την υπογραφή δηλώσεων αποκήρυξης του ΚΚΕ και της ιδεολογίας του, ώστε αυτό να λειτουργήσει αρνητικά στο ηθικό του λαού.
Η ίδρυση του στρατοπέδου της Μακρονήσου αποφασίστηκε στις 19 Φλεβάρη 1947, ενώ ξεκίνησε να λειτουργεί στις 28 Μάη 1947, με τον εκτοπισμό σε αυτήν των πρώτων 100 μόνιμων αξιωματικών και 600 εφέδρων.
Το στρατόπεδο της Μακρονήσου συγκροτήθηκε από: Το Α Τάγμα Σκαπανέων, που είχε μεταφερθεί από τον Αγιο Νικόλαο Κρήτης, με διοικητή τον Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο, τον οποίο αντικατέστησε το 1948 ο ταγματάρχης Αντώνιος Βασιλόπουλος. 
Το Β Τάγμα, που μεταφέρθηκε από τη Λάρισα στην Παιανία και από εκεί στο Πόρτο Ράφτη, απ' όπου έφυγε για τη Μακρόνησο (25 Μάη 1947), με διοικητή τον Ηλία Στολιόπουλο και αργότερα τον Γεώργιο Τζανετάτο. 
Το Γ Τάγμα, που συγκροτήθηκε το 1946 στη Μίκρα Θεσσαλονίκης, με διοικητή τον Παναγιώτη Σκαλούμπακα. 
Τον Σεπτέμβρη του 1947 μεταφέρθηκαν στο Γ Κέντρο Αξιωματικών Μακρονήσου οι μάχιμοι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ. Διοικητής του ήταν ο Σταύρος Χριστοδουλάκης και μετά ο Νίκος Δαούλης, που έκανε και χρέη διοικητή της Μακρονήσου. Υπεύθυνος για τη Μακρόνησο από την πλευρά του ΓΕΣ ήταν ο συνταγματάρχης Γεώργιος Μπαϊρακτάρης.

Στα τρία Ειδικά Τάγματα Οπλιτών (ΕΤΟ), τα Α ΕΤΟ, Β ΕΤΟ και Γ ΕΤΟ, κρατούνταν κομμουνιστές και άλλοι ΕΠΟΝίτες φαντάροι, ανάλογα με το βαθμό επικινδυνότητας, που προέκυπτε από το φάκελο που είχε στη διάθεσή του το Γραφείο Ασφαλείας (Α2) του νησιού. 
Στο Α ΕΤΟ, το λεγόμενο και «Κόκκινο Τάγμα», κρατούνταν οι πιο επικίνδυνοι οπλίτες, στο Β ΕΤΟ οι «συμπαθούντες» και στο Γ ΕΤΟ οι «ύποπτοι».
Εκτός από τα παραπάνω τάγματα, υπήρχαν και χώρος κράτησης πολιτών και ορισμένες μικρές μονάδες υποστηρικτικών υπηρεσιών.
Στο νησί αρχικά λειτούργησαν οι Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ), στις οποίες κρατούνταν «επικίνδυνοι πολίτες» (υπόδικοι στρατοδικείων) και οι οποίες μετονομάστηκαν το 1949 σε Ειδικό Σώμα Αναμόρφωσης Ιδιωτών (Α και Β ΕΤΟ-ΕΣΑΙ), που αργότερα ονομάστηκε Δ ΕΤΟ.
Συνολικά στο νησί κρατήθηκαν, κατά μια εκδοχή, πάνω από 100.000 άτομα, πολίτες ή στρατιωτικοί. Ανάμεσά τους και 300 ανήλικα παιδιά.
Η βία και τα ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια υπήρξαν καθημερινό φαινόμενο στη Μακρόνησο. 
Ηδη με την άφιξή τους στο νησί, οι εξόριστοι ξυλοκοπούνταν από άντρες της Αστυνομίας Μονάδας (ΑΜ) και όσοι δεν υπέγραφαν δηλώσεις αποκήρυξης στέλνονταν στο Γραφείο Α2 για περαιτέρω βασανιστήρια και ανακρίσεις. 
Οι εξόριστοι που δεν υπέγραφαν συνήθως απομονώνονταν και βασανίζονταν αδιάκοπα, ενώ οι υπογράφοντες δήλωση τοποθετούνταν σε ξεχωριστούς κλωβούς, όπου η μεταχείρισή τους ήταν σχετικά ήπια.

Βασανιστήρια όπως το ξύλο με σύρματα, καδρόνια και ξύλα μπαμπού, η φάλαγγα, η ψυχρολουσία, η έκθεση στον ήλιο και το κρύο και το κάψιμο με πυρωμένα σίδερα και τσιγάρα, συνδυάζονταν με ώρες καψονιών όπως η ορθοστασία, το κουβάλημα βράχων και η ακινησία, προκειμένου να αποσπαστούν δηλώσεις. 
Παράλληλα, εφαρμόζονταν ψυχολογικές μέθοδοι βασανισμού, όπως η άσκοπη εργασία, ο δημόσιος εξευτελισμός και τα πολύωρα «μαθήματα» εθνικής διαπαιδαγώγησης (μεταδίδονταν από τα μεγάφωνα του στρατοπέδου εθνικιστικοί ύμνοι και ανακοινώσεις 24 ώρες το 24ωρο).
***
Κολοφώνα της βίας στη Μακρόνησο αποτέλεσε η ομαδική σφαγή στο Α ΕΤΟ περισσότερων από 300 φαντάρων (29 Φλεβάρη 1948 - 1 Μάρτη 1948).
Το έγκλημα χαρακτηρίστηκε από το ΓΕΣ και τον αστικό Τύπο ως «στάση» των φαντάρων και πολλοί από τους επιζήσαντες δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο ως «στασιαστές».
 Τους νεκρούς του Α ΕΤΟ τους έριξαν στη θάλασσα με άκρα μυστικότητα, στη βραχονησίδα Σαν Τζιόρτζιο, μέσα σε συρμάτινα δίχτυα. Εως σήμερα δεν έχει εξακριβωθεί και προσωποποιηθεί ο ακριβής αριθμός τους. 
Ο καπετάνιος του καϊκιού που μετέφερε τα πτώματα στο Σαν Τζιόρτζιο έχει δηλώσει πως καταμέτρησε ο ίδιος 350 νεκρούς. Παράλληλα, όμως, έχουν καταγραφεί πολλές μαρτυρίες για ομαδικούς τάφους στο Λαύριο και πέρα απ' αυτό.

Αφηγήσεις για τη μεγάλη σφαγή σε πρώτο πρόσωπο
Για τη μεγάλη σφαγή στη Μακρόνησο στο τρίτομο έργο με τίτλο «Μακρόνησος - Ιστορικός Τόπος», που εκδόθηκε από το ΚΚΕ (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή») έχουν συγκεντρωθεί από πολλές πηγές δεκάδες μαρτυρίες. Παραθέτουμε σήμερα αποσπάσματα από ορισμένες από αυτές.
Η πρώτη μέρα της σφαγής
Ο Νίκος Παπανδρέου αναφέρει: «Πρωινή αναφορά πήρε ο υπασπιστής του Τάγματος υπολοχαγός Καστρίτσης. Αμέσως μετά διέταξε το Τάγμα να κατευθυνθεί συντεταγμένο προς το αμφιθέατρο. Ανάμεσά μας τριγυρίζει ο ανθυπολοχαγός Καρδάρας που έλεγε: "Σήμερα θα μιλήσει ο Χριστός με το πιστόλι". Ολοι βάλαμε τα γέλια, γιατί όλοι ξέραμε πως ο άνθρωπος αυτός είχε κάποια σημάδια παρανόησης. Επειδή, όμως, ήταν Κυριακή δεν αποκλείσαμε να έρθει κάποιος παπάς από το Λαύριο ή την Αθήνα για λειτουργία και κήρυγμα, όπως είπε και κάποια άλλη φορά. Μετά το μακελειό, ο Ιωαννίδης με τους αλφαμίτες μπρος στα αιμόφυρτα κορμιά εκβιάζουν για δήλωση: "Σκύψε κομμούνα να ιδείς, τα τίναξαν οι πουτάνες. Σειρά σου τώρα, καθάριζε..."».
Ο Νίκος Μανδράκος: «Το ντουφεκίδι κράτησε δευτερόλεπτα. Δημιουργήθηκε πανδαιμόνιο (...) Η μικρότερη μάζα, γύρω στους δύο χιλιάδες άνδρες, που βρέθηκαν στην πλαγιά του θεάτρου, δέχτηκε τα πυρά. Είδε να σωριάζονται αιμόφυρτα παλικάρια δίπλα της και συνειδητοποίησε από την πρώτη στιγμή πως πρόκειται για δολοφονία.
Εξαλλοι και αναστατωμένοι σηκώθηκαν όρθιοι κι άρχισαν να φωνάζουν: "Αίσχος... Ντροπή σας... Δολοφόνοι... εγκληματίες... δειλοί...".
Μερικοί, ενεργώντας αμήχανα, σύρθηκαν προς το βάθος της χαράδρας. Οι περισσότεροι, όμως, αντιμετώπισαν το απαίσιο έγκλημα με ψυχραιμία και αποφασιστικά. Στάθηκαν όρθιοι και βλέποντας τους δολοφόνους (περίπου εκατό μέτρα τους χώριζαν), το Λόχο Ασφαλείας, φώναζαν τις λέξεις που προαναφέραμε (...) Οι κρατούμενοι που ήταν στο θέατρο σχημάτισαν με τις παλάμες τους (αριστερά - δεξιά) φορεία. Τοποθέτησαν ευλαβικά τα θύματα και σιγά σιγά κατηφόρισαν στο γήπεδο. Πέντε νεκροί και πολλοί τραυματίες. Ολοι με πυροβόλα και όπλα. Από τους τραυματίες καμιά εικοσαριά βαριά. Αλλοι με τραύματα στο θώρακα, στο κεφάλι, στα χέρια, στα πόδια. Το αίμα έτρεχε αστείρευτο».
Η δεύτερη μέρα της σφαγής
Γράφει ο Διονύσης Γεωργάτος:
«Η ώρα είναι περίπου 11. Από τα μεγάφωνα του περιπολικού, που πλέει δίπλα στους βράχους, ακούμε: "Προσοχή - Προσοχή". Και ύστερα από δύο με τρία λεπτά: "Προσοχή - Προσοχή. Στρατιώται του Α' Τάγματος. Σας ομιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης".
Το πολεμικό προχωρεί, περνούν πάλι δύο - τρία λεπτά. Σφυρίζει και τα μεγάφωνα επαναλαμβάνουν και συνεχίζουν: "Στρατιώται του Α' Τάγματος, εκάματε μιαν απερισκεψία. Ολίγα καθάρματα κομμουνισταί σάς παρέσυραν σε στάσιν κατά της πατρίδος. Οσοι από εσάς δεν συμφωνούν με τους δολοφόνους, οι οποίοι εδημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα, διαχωρίστε τας ευθύνας σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον Λόχον. Το κράτος δεν μπορεί να υποχωρήσει".
Ολοι σχεδόν οι στρατιώτες, από όλους τους λόχους του στρατοπέδου, βγήκαν έξω απ' τις σκηνές τους. Μερικοί ρωτούν, τι είπε το μεγάφωνο; "Δεν άκουσες συνάδελφε. Εμείς, λέει, κάναμε στάση, εμείς είμαστε δολοφόνοι". Οσοι ήταν έξω απ' τις σκηνές φωνάζουν: "Αίσχος. Αίσχος. Δολοφόνοι. Φασίστες". Σηκώνουν τα χέρια και ομαδικά μουντζώνουν με κατεύθυνση το πολεμικό (...)
Το περιπολικό, κατά μικρά διαστήματα, απομακρύνεται από την ακτή, για να επανέλθει με νέες οδηγίες και συμβουλές. "Στρατιώται, το κράτος δεν μπορεί να υποχωρήσει. Θα επιβάλει τον νόμον. Θα τιμωρήσει διά την στάσιν τους υπαίτιους. Εγκαταλείψετε τους κομμουνιστάς και μεταμεληθείτε. Η πατρίς θα σας συγχωρέσει...".
Αυτή η δραστηριότητα για κάμποση ώρα του πολεμικού είναι για να μας τσακίσει τα νεύρα και να δημιουργήσει μέσα στους συναδέλφους μας το κλίμα της υποταγής και της ντροπής, να περάσουμε τη διαχωριστική γραμμή, να εγκαταλείψουμε και να απαρνηθούμε τους νεκρούς μας, που τιμητικά περιφρουρούσαμε στη σκηνή τους, να πάμε στη χαράδρα του 7ου Λόχου, δίπλα από το Λόχο Διοίκησης και να υπογράψουμε εκεί τις δηλώσεις μετανοίας, επειδή πολεμήσαμε στην Αντίσταση τους κατακτητές και επειδή από "απερισκεψία" χθες κάναμε τάχα στάση στο στρατόπεδο.
Ολο το Τάγμα διαισθάνεται τι πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσει. Ακούει από τα μεγάφωνα του πολεμικού, βλέπει τις πολεμικές προετοιμασίες που γίνονται στο γήπεδο, οσμίζεται τη θύελλα που έρχεται. Με σφιγμένη όμως την καρδιά και καθαρή τη συνείδησή του στέκει όρθιο και περιμένει. Δε λυγίζει (...) Κανείς δεν κινείται προς τον 7ο Λόχο. Το Α' Τάγμα αυτοπειθαρχημένο, μετρά τις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής του"».
Ο Τάκης Παπανικολάου: «Εκδηλώθηκε επίθεση με όπλα εναντίον μας. Είχανε φέρει από το Γ' Τάγμα επίλεκτους και μας χτυπούσαν. Κόλαση πυρός. Σειόταν το νησί. Οι φαντάροι αντίκριζαν το χάρο και μέσα στην αναστάτωσή τους κατευθύνονταν προς τα μαγειρεία. Μπροστά μου κι όξω από το γραφείο του 1ου Λόχου έπεσαν τραυματισμένοι θανάσιμα δύο φαντάροι. Ταραγμένος προσπάθησα να τους προσφέρω κάποια βοήθεια, μα ξεψύχησαν στα χέρια μου».
Ο Δημήτρης Διαμαντής: «Βλέπω ξαφνικά το φίλο μου τον κιθαρίστα το Θεσσαλονικιό, τον Αμυράλη Βενιζέλο, μέσα σε κείνο το καμίνι να στέκεται όρθιος. Ηταν μπλεγμένος ανάμεσα σε δυο σκηνές και γραδωμένος σε κάτι τριχιές. Βάζω δυνατή φωνή: "Βενιζέλο, σκύψε θα σε βρει βόλι". Μα ο Βενιζέλος δεν αποκρίθηκε, έμεινε ολόρθος, έτσι όπως σ' άλλες εποχές, όταν έπαιζε κιθάρα και μας τραγουδούσε. Με τρόπο τον ζύγωσα. Πάγωσα. Ηταν νεκρός κι απ' το λαρύγγι του έτρεχε αίμα».
Ο Χρυσόστομος Μαυρίδης: «Μέσα σε κείνη την κόλαση της φωτιάς μαζί με δυο άλλους στρατιώτες κουβαλούσαμε στο ιατρείο του στρατοπέδου έναν τραυματία με σπασμένα από ριπή πόδια (...) Ενας εθνοφρουρός από την Κοκκινιά ξαπλωμένος στο χώμα σπαρταρούσε σαν ψάρι. Μπροστά μου ένας σκοτωμένος, που η σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι και του είχε σπάσει το κρανίο. Τα μυαλά του είχαν χυθεί απέξω, όπως το αυγό, που σπάει στο βράσιμο και είχαν ανακατωθεί με αίμα και χώμα. Πόσους τραυματίες κουβαλήσαμε; Πόσους σκοτωμένους; Πόσα αυτοκίνητα φορτώσαμε; Μέσα μου όλα ήταν ανάκατα, μηχανικά φόρτωνα τ' αυτοκίνητα, που γιόμιζαν νεκρούς».
Οι νεκροί
Η μαρτυρία του γιατρού Λεωνίδα Γεωργιλάκου είναι αποκαλυπτική:
«Την άλλη μέρα, Δευτέρα 1η Μάρτη, εκεί στο Γ' Τάγμα ακούγαμε τις συνεχείς ομοβροντίες όπλων και οπλοπολυβόλων, κλεισμένοι μέσα στις σκηνές. Ολοι μας, και οι στρατιώτες, που ήσαν κοντά μας, σκεφτόμασταν και συζητούσαμε για το σκοτωμό των παιδιών που γινόταν στο Α΄ Τάγμα.
Την Τρίτη το πρωί πήγα στο Α΄ Τάγμα. Ο διοικητής Βασιλόπουλος μαζί με τον ανθυπολοχαγό της Στρατολογίας Αλιμπράντη μάς κάλεσε και έδωσε εντολή να πάμε στο Γ' Τάγμα, στο διοικητή Σκαλούμπακα, να διαπιστώσουμε το θάνατο στρατιωτών και να συντάξουμε και υπογράψουμε το πρωτόκολλο θανάτου τους. Μας ζήτησε άκρα εχεμύθεια, επαναλαμβάνοντας και τονίζοντας σε μας αυτή την υποχρέωση.
Στο Γ' Τάγμα ο Σκαλούμπακας μας διέθεσε Αλφαμίτες που μας οδήγησαν στο καΐκι, στο οποίο ήταν στοιβαγμένα πτώματα στρατιωτών. Ηταν ένα τρομερό θέαμα.
Οι Αλφαμίτες μας φέρνανε έναν έναν τους νεκρούς και διαπιστώναμε το θάνατό τους και την ταυτότητά τους. Σε συνέχεια μας έφεραν νεκρούς, που είχαν σε μεγάλες σκηνές. Καταμετρήσαμε 180 νεκρούς στρατιώτες.
Μετά την καταμέτρηση οι Αλφαμίτες παίρνανε τα πτώματα και τα τοποθετούσαν στοιβαγμένα στο καΐκι. Ο Σκαλούμπακας συνεχώς παρακολουθούσε από κοντά όλη αυτή τη διαδικασία.
Φτιάξαμε την κατάσταση - πρωτόκολλο θανάτου των στρατιωτών, το υπογράψαμε και το απόγευμα, που γυρίσαμε στο Α΄ Τάγμα, το παραδώσαμε στο διοικητή μας Βασιλόπουλο. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η προσωπική μου οδυνηρή εμπειρία για τη σφαγή στο ΑΕΤΟ».
***
Πολύτιμη είναι η μαρτυρία του Μίμη Βρονταμίτη, καπετάνιου του καϊκιού που μετέφερε τους νεκρούς:
«Εζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου "Αγιος Νικόλαος", επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα.
Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ' Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου τη λέξη "νεκρός". Ητανε δίπλα στον γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί.
Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Λαγός. Σ' ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους.
Λέω στον Σκαλούμπακα: "Το καΐκι δεν σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι". Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να 'κανα; Το πιστόλι σε παγώνει...
Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι - όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν - έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου».

02 Φεβρουαρίου, 2018

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ. «Απόψε χτυπούνε τις Γυναίκες»

«θα κάνεις δήλωση εσύ:» - «όχι!»
*
«Την Παναγία σας Βουλγάρες, έφτασε η ώρα σας! Ξυπνήστε! Σήμερα θα σας πάρουμε το αίμα! Όλες έξω και κατεβείτε γρήγορα στο Θέατρο».
«Εμείς δεν είμαστε ανθρωπιστές, είμαστε κτήνη και θα σας εξοντώσουμε!»

****************************************
Ω, εσύ, γυναίκα, οπτασία λησμονημένη…
Μικρή παιδούλα, μάνα, κόρη αυριανή…
Μέσα στα σπλάχνα σου βογγούνε οι σκοτωμένοι
Και τραγουδούν οι αυριανοί μας ζωντανοί!
Μενέλαος Λουντέμης,
από το ποίημα «Έρχονται οι γυναίκες στη Μακρόνησο»
Στις 3 του Απρίλη του 1947 ανατέθηκε από τον αρχηγό του ΓΕΣ, στρατηγό Βεντήρη, στον συνταγματάρχη του πυροβολικού Γ. Μπαϊρακτάρη, η συγκρότηση της Διεύθυνσης ΒΧΙ/ΓΕΣ. Επρόκειτο για μια Διεύθυνση της οποίας κυρίαρχο έργο ήταν η συγκρότηση και η ανάπτυξη του περιβόητου στρατοπέδου της Μακρονήσου. Τα καθήκοντα της ΒΧΙ/ΓΕΣ:

ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΥ
ΒΕΤΟ: Β΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (Μάης 1947)
ΓΕΤΟ: Γ΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (Ιούλης 1947)
ΑΕΤΟ: Α΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (Ιούλης 1947)
ΣΦΑ: Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (Αύγουστος 1947)
Ανάμεσα στο ΑΕΤΟ και το ΚΕΝΤΡΟ ήταν το ΕΣΑΓ Ειδικό Σχολείο Αναμόρφωσης Γυναικών (Γενάρης 1950), και το ΕΣΑΙ: Ειδικό Σχολείο Αναμόρφωσης Ιδιωτών (Καλοκαίρι 1949)
Το ΓΚΠΑ: Γ΄ Κέντρο Παρουσιάσεως Αξιωματικών (Σεπτέμβρης 1947) βρισκόταν ανάμεσα στο ΑΕΤΟ και το ΓΕΤΟ , αργότερα μεταφέρθηκαν στο Βόρειο μέρος του νησιού στην Πειθαρχημένη Διαβίωση Πολιτικών Εξόριστων και δίπλα του το ΣΠΕ: Στρατόπεδο Πολιτικών Εξόριστων (Νοέμβρης 1948)
«α) Συγκέντρωσις και Οργάνωσις Ταγμάτων Σκαπανέων, διάθεσις των ανδρών αυτών εις διαφόρους επωφελείς απασχολήσεις και προσπάθεια επαναφοράς αυτών είς του κόλπους της φιλτάτης Πατρίδος.
β) Συνεννόησις μετά των αρμοδίων πολιτικών αρχών επί της σκοπιμότητος αποσυμφορήσεως των πολιτικών φυλακών, ιδία των ζωνών επιχειρήσεως».
Αμέσως τα δημιουργημένα από το 1946 Πειθαρχικά Τάγματα – Στρατόπεδα «επικίνδυνων» δημοκρατικών φαντάρων στο Λιόπεσι, Λάρισα, Ντουντουλάρ Θεσσαλονίκης, μεταφέρονται σταδιακά στο Μακρονήσι, προς αναμόρφωσιν.
Στις 26 – 28 Μάη 1947, το Β΄ Τάγμα Σκαπανέων μεταφέρεται στη Μακρόνησο από το Πόρτο – Ράφτη, και δημιουργείται το ΒΕΤΟ (Β΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών), Το θανατονήσι της Μακρονήσου μπαίνει σε λειτουργία. Οι πύλες της κόλασης άνοιξαν 
Ακολούθησε, ο Ιούνης και ο Ιούλης 1947, και η μεταφορά και εγκατάσταση των Α΄  και Γ΄ Ταγμάτων  και η δημιουργία του ΑΕΤΟ και ΓΕΤΟ.
Οι κατηγορίες κρατουμένων που πέρασαν από την Μακρόνησο ήταν: Στρατεύσιμοι που κρίθηκαν ύποπτοι και επικίνδυνοι για το στράτευμα λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και της συμμετοχής τους στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις οργανώσεις του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ, μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, του Αγροτικού Κόμματος, αξιωματικοί και αντάρτες του ΕΛΑΣ, ανήλικοι πολιτικοί κατάδικοι, εξόριστες γυναίκες από το Τρίκερι και, μια ειδική κατηγορία, Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Οι γυναίκες στη Μακρόνησο

«Φορτωθήκανε τις αφάνες, μερικές τις στρώνουν καταγής κι από πάνω τα στρωσίδια τους, για ν’ αποφύγουν την υγρασία. Διακρίνονται από αριστερά η Μαρία Καρακάσογλου, η Αναΐς, η Ρίτσα Ραπίδου, η Αλέκα Ζαχαρή κ.ά.» (Από το βιβλίο της Νίτσας Γαβριηλίδου ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες).
Οι εξόριστοι και οι φυλακισμένοι, άνδρες και γυναίκες, πρέπει να εξοντωθούν ψυχολογικά, να υποταχθούν και να υπογράψουν «δηλώσεις μετάνοιας», να χάσουν κάθε ίχνος αξιοπρέπειας. Ένα από τα μέτρα που παίρνουν είναι η μεταφορά γυναικών, προς αναμόρφωσιν, στη Μακρόνησο.Το μετεμφυλιακό κράτος, τον Νοέμβρη του 1949 επιχειρεί να ξεκαθαρίσει και με τα εσωτερικά μέτωπα: τις φυλακές και τις εξορίες. 
Η Νίτσα Γαβριηλίδου διηγείται στο βιβλίο της «ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες»:
«Κατά τα τέλη του Δεκέμβρη μας έρχεται (σ.σ. στο Τρίκερι) και μια αντιπροσωπεία του Ο.Α.Μ. (Οργανισμός Αναμορφώσεως Μακρονήσου) με τον συνταγματάρχη Τ. Αναγνωστόπουλο. Τώρα που πήραν την απόφαση να μεταφέρουν γυναίκες εκεί, ήρθε για να οργανώσει και να συντονίσει τη μεταγωγή του στρατοπέδου, μα κυρίως ν’ αποσπάσει όσο το δυνατόν περισσότερες «δηλώσεις» για να μειωθεί έτσι ο αριθμός των γυναικών που θα μεταφέρονταν στη Μακρόνησο»…
«…Μας ανακοινώνουν πως η μεταφορά μας για τη Μακρόνησο γίνεται στις 25 του μηνός (σ.σ. Γενάρης 1950). Ηδη η κουζίνα δεν λειτουργεί και για συσσίτιο μας μοιράζουν ρέγγες και ελιές. Σχεδόν λαχανιασμένες θ’ αποτελειώσουμε και τη μεταφορά των αρρώστων με τα φορεία, τα ράντζα μας που τα είχαν κλεισμένα σ’ ένα κελί του Μοναστηριού, κι έβλεπες ν’ ανεβοκατεβαίνουν την πλαγιά από το Μοναστήρι στο λιμάνι γυναίκες φορτωμένες, άλλες ρολά από συρματοπλέγματα, άλλες αγκαλιές από πασσάλους, τα τσουβάλια με τρόφιμα της αποθήκης, τα καζάνια και λοιπά σύνεργα της κουζίνας, μα κείνο που δεν θα ξεχάσουν ποτέ οι γυναίκες θα είναι οι μεγάλες αμερικάνικες σκηνές που τις φορτώθηκαν πολλές γυναίκες μαζί καθώς και η μεταφορά των δύο κλιβάνων»…
«Όταν καμιά φορά τελείωσαν όλα, οι γυναίκες, κοπάδι ολόκληρο, κατηφορίσαμε την πλαγιά, κατάκοπες, παγωμένες για να μπούμε στον «Αχελώο», που έτοιμος στο λιμανάκι με την μπούκα του ανοιχτή μας περιμένει.
ΜΑΣ ΜΕΤΑΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ
Από τις πέντε χιλιάδες γυναίκες που πέρασαν από το Τρίκερι μπήκαν μέσα στο αρματαγωγό κοντά χίλιες διακόσιες γυναίκες. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι και εκατόν είκοσι ανταρτίνες που υπέγραψαν στη Λάρισα αλλά δεν τις δώσαν το απολυτήριο. Προτίμησαν να τους το δώσουν στη Μακρόνησο, για να φανεί έτσι μεγάλος αριθμός αυτών που θα έφευγαν από κει.
Μέσα σ’ αυτή τη μάζα των γυναικών δοκιμάζονται και αρκετά αθώα παιδάκια, που οι μάνες τους δεν είχαν που να τα’ αφήσουν και τα πήραν μαζί τους στην εξορία. Για τα παιδάκια αυτά το κράτος δεν χορηγεί μερίδα συσσιτίου. Τα φροντίζουν οι μαγείρισσές μας από το υστέρημα των γυναικών. Είναι οι μικροί μα μεγάλοι ήρωες της εξορίας.
Στο κολαστήρι της Μακρονήσου. «Η Φωτούλα Φίλου και σε πρώτο πλάνο η μικρούλα που βρήκε λίγο βροχόνερο και δροσίζεται στη λεκάνη. Μέσα στις πυρακτωμένες σκηνές δεν μπορείς ούτε ν’ αναπνεύσεις.» (Από το βιβλίο της Νίτσας Γαβριηλίδου ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες).
Κάθε φορά που ήταν να μας μεταφέρουν για άλλον τόπο, τα ταξίδια αυτά ήταν από τα πιο απερίγραπτα. Φορτωμένες τόσες γυναίκες μες στη κοιλιά του αρματαγωγού, θεόκλειστες, χωρίς αέρα και στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη με τα χαρτόνια και τα μπογαλάκια μας, με τις φυματικές να αιμοπτύουν, τα παιδιά να κλαίνε και όλες σχεδόν να ξερνάμε χολή και φαρμάκι.

Διασχίσαμε το λυσσασμένο πέλαγος με μια θάλασσα που πάντα κατά κακή μας τύχη ήταν πάνω από εννέα μποφόρ, λες και το κάνανε επίτηδες. Τι αξέχαστες και τραγικές οι εικόνες εκείνες. Τότε έβλεπες την ανθρώπινη ύπαρξη γυμνή, απομονωμένη εγκαταλειμμένη, με κυρίαρχο το συναίσθημα μόνο της αυτοσυντήρησης. Ησουν εσύ κι ο εαυτός σου. Το πάλευες μόνη σου. Πνιγόσουν κυριολεκτικά από την πολυκοσμία, σου ήταν αδύνατο ν’ αναπνεύσεις από τις δυσοσμίες, γιατί πάντα βούλωναν οι καμπινέδες, μα δεν μπορούσες να κάνεις τίποτε. Ακουγες το μουγκρητό της θάλασσας που σε τρόμαζε, και το ταρακούνημά της έλεγες πως τώρα δα, θα σ’ αποτελειώσει»…
«…Όταν καμιά φορά ακούσαμε «νάτη η Μακρόνησος, φτάσαμε στη Μακρόνησο», τα άψυχα κορμιά μας στυλώθηκαν, ανοίξαμε τα μάτια μας ορθάνοιχτα, για να δούμε με μάτια γυμνά το νησί που λεγόταν ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ. Οσο κι αν ήμασταν προετοιμασμένες ψυχολογικά, εκείνο που αντικρύσαμε ήταν κάτι το παγερό, κάτι που σου παρέλυε τις δυνάμεις. 
Η μακρόστενη λουρίδα γης, που απλωνόταν μπροστά μας, έμοιαζε σαν ένα υδρόβιο τέρας μέσα στη θάλασσα έτοιμο να μας κατασπαράξει (κι ας ζήσανε στη Μακρόνησο μια νύχτα τον έρωτά τους ο Πάρις και η Ωραία Ελένη).Οι ασβεστωμένες πέτρες που σχημάτιζαν μια κορώνα στην πλαγιά και τα συνθήματα «Ζήτω ο Βασιλεύς Παύλος», «Θέλουμε όπλα», σου έφερναν αμέσως την πρώτη ανατριχίλα. Τα κεφαλαία γράμματα «ΑΕΤΟ-ΒΕΤΟ-ΓΕΤΟ», που τα χωρίζανε σκοπιές και συρματοπλέγματα, με τις σκηνές στη σειρά, σου πάγωναν την ψυχή. Αναρωτήθηκα πού να βρίσκονται άραγε οι δικοί μου. Εδώ είχα τον πατέρα μου, τον ξάδελφό μου Γιάννη και τον Τάσο, αρραβωνιαστικό της αδελφής μου. Αργότερα θα μεταφερθεί και ο αδελφός μου. Αναρωτήθηκα ακόμη ποια τύχη άραγε να περίμενε κι εμάς τις γυναίκες.
Σε λίγο το μεγάφωνο μεταδίδει πως το αρματαγωγό δεν μπορεί να πλευρίσει στη Μακρόνησο και θα πρέπει ν’ ανεβάσουμε όλα τα πράγματα από την κοιλιά του αρματαγωγού και να τα φορτώσουμε σ’ ένα οπλιταγωγό που θα πηγαινοέρχεται στη Μακρόνησο»…«…Μείναμε 24 ώρες στο Λαύριο πάνω στο αρματαγωγό, ανάμεσα στους εμετούς και τις ακαθαρσίες, που ξεχείλισαν από τους καμπινέδες, παλεύοντας με τη μεταφορά του υλικού, ώσπου τα ξημερώματα μας πλεύρισε ένα καΐκι με φαντάρους που ήρθαν να μας βοηθήσουν»…
ΠΑΤΑΜΕ ΤΑ ΧΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΥ
Ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες και την υπερβολική κούραση με το ξεφόρτωμα, το πρωινό εκείνο της 27 Ιανουαρίου (σ.σ. 1950) πατούσαμε τα χώματα της Μακρονήσου. Βρεθήκαμε αμέσως μπροστά σε μια κουστωδία από Αλφαμίτες (Αστυνομία Μονάδος) και αξιωματικούς του Α2. Με τις άσπρες γκέτες στις αρβύλες, τον άσπρο ζωστήρα στη μέση τους, με το πιστόλι να κρέμεται από τη μια μεριά κι από την άλλη το βούρδουλα, μας περιτριγυρίζουν επιθετικά. Οι φυσιογνωμίες όλων άγριες, βλοσυρές. Πιο πέρα ακούγεται ένα τραγούδι:
Από κάθε γωνιά σου Ελλάδαμαζεμένοι σ’ αυτό το νησίστο μεγάλο σχολειό σου πατρίδαπου το λέν ΑΕΤΟ-ΕΣΑΪ 
Σε λίγο σταματά το τραγούδι κι ακούγονται ζητωκραυγές: «Ζήτω ο Βασιλόπουλος!», «Ζήτω ..ω …ω!» Κείνη τη στιγμή πλησίασε ο διοικητής του ΑΕΤΟ με τη σωματοφυλακή του. Ένας στρατιωτικός, μάλλον μετρίου αναστήματος, συνοδεία με το σκύλο του πλησίασε τις γυναίκες. Αφού έφτασε κοντά μας, άρχισε να μας παρατηρεί μ’ ένα εξεταστικό βλέμμα, λες και ήθελε να μας σφυγμομετρήσει.
Όταν ο Αναγνωστόπουλος, που μας συνόδευε, τον ρώτησε: «Λοιπόν, τι λες;», ο Βασιλόπουλος του απάντησε κοφτά: «Υπόθεση το πολύ δέκα ημερών». Τόσο μας είχε εκτιμήσει στα χάλια που μας έβλεπε. Ο Αναγνωστόπουλος όμως συνέχισε: «Α! μην τις βλέπεις έτσι. Είναι σκληρά καρύδια οι γυναίκες»…
Νιάτα αποκλεισμένα από κάθε χαρά της ζωής. Ωστόσο τα κορίτσια βγήκαν βόλτα στα «Ηλύσια Παιδία» της Μακρονήσου. Είναι η παρέα μου. Από αριστερά Σιούρα, Ελένη, Αννούλα, Αλίκη, Νίτσα, Ιρμα, Μαρίνα, Αθηνά» . (Από το βιβλίο της Νίτσας Γαβριηλίδου ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες).
«…Στη Μακρόνησο από την ώρα που πατάς το πόδι σου παύεις να είσαι αυτό που είσαι, γίνεσαι οπλίτης. Ετσι, ας είμαστε γυναίκες, ο καταυλισμός μας έχει την ονομασία ΑΕΤΟ-ΕΣΑΓ (Πρώτο Ειδικό Τάγμα Οπλιτών – Ειδική Σχολή Αναμορφώσεως Γυναικών). Το μάτι μας έχει πήξει κυριολεκτικά από το χακί και τα’ αυτιά μας κοντεύουν να σπάσουν από τα μεγάφωνα, που τοποθετημένα κάθε είκοσι μέτρα μεταδίδουν στη διαπασών συνθήματα, όπως: «Ελληνίδες, δεν ταιριάζουν στα χέρια σας οι αλυσίδες του κομμουνισμού», «Ελληνίδες, γυρίστε πίσω στα σπίτια σας. Ζητήστε τη συγνώμη της πατρίδος σας».
Ώσπου να φτάσουμε στις σκηνές μας, τα συνθήματα αυτά δεν πάψανε να ηχούν και να ερεθίζουν άσχημα τα’ αυτιά μας. Σε λίγο ξανακούγεται το τραγούδι:
Μολυσμένη ως τώρα η ψυχή μαςθέλει βάπτισμα ξανά εθνικό, ναι εθνικόφόβο πια δεν θα έχει η φυλή μαςαπ’ τον άτιμο κομμουνισμό.
Ξαφνικά, εκεί που βαδίζαμε, αντικρύσαμε πίσω από ένα συρματοφραγμένο χώρο ένα θέαμα αξέχαστο: άντρες σαν ράκη, κακοντυμένοι, μισόγυμνοι να τουρτουρίζουν μέσα στο παγωμένο αγιάζι και να ψάχνουν δειλά, ντροπαλά, γαντζωμένοι πάνω στα σύρματα, πρόσωπα αγαπημένα. Ήταν οι «ανανήψαντες». Ετσι λέγαν τα παιδιά που δεν άντεξαν στα βασανιστήρια και υπόγραψαν τη «δήλωση μετανοίας». Ηταν οι χιλιάδες προληπτικά συλληφθέντες από τις επιχειρήσεις του Πετζόπουλου και άλλοι.
Πόσο υπόκωφα φτάναν στ’ αυτιά μας τα διάφορα ονόματα που ξέφευγαν από εκείνα τα πικραμένα χείλη των πατεράδων, των αδελφών, που έβλεπαν να περνούν από δίπλα τους πρόσωπα αγαπημένα:
Μαρία! Μητέρα! Πόσο μεγάλος ήταν ο πόνος κι η αγωνία τους βλέποντας να περνά από μπροστά τους μια φάλαγγα από γυναίκες. Ξέρανε. Πέρασε από το πετσί τους η «αναμόρφωση», γι’ αυτό αγωνιούν και τρέμουν για τον ερχομό μας.
Πατήσαμε τα χώματα της Μακρονήσου με την ψυχή μας πέτρα. Δεν ξέραμε τι μας περίμενε. Η διοίκηση όμως είχε καλά μελετημένο και στρωμένο το σχέδιό της».
Προσθήκη λεζάντας
Τις δυο επόμενες μέρες άρχισαν τα καψώνια και οι πιέσεις για να υπογράψουν οι γυναίκες «Δήλωση». Μπήκαν στις σκηνές, 30 γυναίκες στη κάθε μία, τους απαγόρευσαν τα ράντζα και τις ανάγκασαν να ξαπλώνουν καταγής μες στην παγωνιά και την υγρασία. Το πρωί όλες οι γυναίκες του ΕΣΑΓ συγκεντρώθηκαν στο χώρο του Θεάτρου. Εκεί ο λοχαγός του Α2, ο Παπαγιαννόπουλος τους ξεκαθάρισε «Πάει πια το Τρίκερι. Εδώ είναι Μακρόνησος» και τους καλεί «να ανοίξουν τα μάτια τους, να καταλάβουν τα λάθη και τις πλάνες τους και να ανανήψουν», και τελειώνει: «Πάντως να ξέρετε πως εδώ είναι Μακρόνησος και όποιος δεν υπογράφει πεθαίνει». Την δεύτερη μέρα οργανώθηκε συνάντηση γυναικών με «ανανήψαντες» γνωστούς τους στη πλατεία του θεάτρου με σκοπό να τους διηγηθούν τις ταλαιπωρίες τους και τους βασανισμούς τους, να τις τρομοκρατήσουν και να τις καλέσουν να πάνε να κάνουν «Δήλωση».


Στις αγγαρείες μερικές τα καταφέρνουν καλύτερα από άλλες. Διακρίνονται η δικηγόρος Κική Διονυσοπούλου και μπροστά η καθηγήτρια των Γαλλικών Μαίρη Αλεξιάδου με τη Γεωργία Κτενά. (Από το βιβλίο της Νίτσας Γαβριηλίδου ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες).

ΑΠΟΨΕ ΧΤΥΠΟΥΝΕ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

«Ωσπου έφτασε η 30 Ιανουαρίου 1950», συνεχίζει η Νίτσα Γαβριηλίδου.
 «Μια ημερομηνία που έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη κάθε γυναίκας που πέρασε από το Μακρονήσι. Μας ξυπνούν μέσα στ’ άγρια χαράματα. Οι σκηνές μας γεμίσαν από ουρλιαχτά και βρισιές. Κλωτσούν τα στρώματά μας. «Την Παναγία σας Βουλγάρες, έφτασε η ώρα σας! Ξυπνήστε! Σήμερα θα σας πάρουμε το αίμα! Όλες έξω και κατεβείτε γρήγορα στο Θέατρο». Και τα μεγάφωνα να φωνάζουν συνέχεια: «Προσοχή! Προσοχή! Όλες οι γυναίκες του ΕΣΑΓ να κατέλθουν στο χώρο του Θεάτρου».

Μισοκοιμισμένες ακόμη ψάχνουμε μες στο σκοτάδι ρούχα χοντρά για να ντυθούμε όχι τόσο για να μην κρυώσουμε, όσο να μην πονέσουμε από το ξύλο. Η επιθυμία για τη σωματική μας ανάγκη είναι έντονη μα και η παρουσία τους μες στη σκηνή μας δυσκολεύει. Η κάθε μια βολεύεται όπως μπορεί, ακόμα και σε κονσερβοκούτια.

Εξω το κρύο πολύ τσουχτερό. Ως και τα στοιχεία της φύσης τα βάλανε μαζί μας»…

«…Στο Θέατρο μας διατάζουν να καθήσουμε κατάχαμα. Κουλουριαζόμαστε η μία δίπλα στην άλλη. Είμαστε καθισμένες πάνω στα πόδια μας. Γύρω από το τοιχάκι που έχει ο περίγυρος του Θεάτρου στέκονται Αλφαμίτες οπλισμένοι. Όλοι είναι σε κίνηση, όλοι φουριόζοι και βλοσυροί. Λες και κάνουν άμιλλα ποιος θα φανεί σκληρότερος από τον άλλο, ενώ οι Αλφαμίτες φωνάζουν συνέχεια: «Όλες κάτω, καθίστε κάτω!», και οι σφυρίχτρες τους μας πήραν το κεφάλι.

Φορτισμένες οι ψυχές μας, το μυαλό μας σταματά στη σκέψη τι θα γίνει τώρα, πώς θ’ αρχίσει το ξύλο με μας. Έχουμε ακούσει τόσα από τους άντρες. Με την αγωνία σε ένταση και με κομμένη την αναπνοή περιμένουμε. Τα όμορφα πρόσωπα των κοριτσιών μας τώρα γίνονται αγνώριστα. Φορέσανε τη μάσκα του τρόμου.

Τα μικρά παιδάκια σφιγμένα γύρω από το λαιμό της μάνας τους παρακολουθούν ανυποψίαστα μα και τρομαγμένα. Όλες οι αισθήσεις μας σε υπερένταση. Ακούμε φωνές, προστάγματα στρατιωτικά, λες και πρόκειται να δοθεί μια στρατιωτική μάχη»…

«…Όλοι οι αξιωματικοί του Α2 με τους Αλφαμίτες οπλισμένους βρίσκονται επί ποδός. Ανάμεσά τους και ο περιβόητος Ιωαννίδης της Χούντας, που φωνάζει: «Εμείς δεν είμαστε ανθρωπιστές, είμαστε κτήνη και θα σας εξοντώσουμε!»

Στην εξέδρα εμφανίζεται ο Παπαγιαννόπουλος. Φοράει πάντα ένα δερμάτινο σακάκι και παίζει το μαστίγιό του επιδεικτικά. Τα μεγάφωνα με τα συνθήματά τους εντείνουν την ψυχολογική πίεση των γυναικών. Άγριος και απειλητικός ο Παπαγιαννόπουλος μας λέει πως είναι η τελευταία ευκαιρία που μας δίνεται να φύγουμε στα σπίτια μας. Τα γραφεία του Α2 είναι ανοιχτά και μας περιμένουν. Μετά κοιτάζει την ώρα του και μας δίνει ακόμη ένα τέταρτο προθεσμία. Κάθε τόσο ξανακοιτάζει την ώρα του και μας λέει πως σε λίγο θα είναι αργά.

Μερικές γυναίκες φεύγουν από το θέατρο, ενώ τα μεγάφωνα δεν παύουν να μας καλούν να περάσουμε από τα γραφεία να τακτοποιηθούμε. Οι Αλφαμίτες περιφέρονται ανάμεσά μας, μας προτρέπουν για τη δήλωση: «Τι καθόσαστε και δεν πάτε στο Α2. Τόσοι και τόσοι να υπέγραψαν. Εσείς θα γίνετε ηρωίδες;» Ολες είμαστε σιωπηλές και μόνο η ανάσα μας ακούγεται βαριά.

Σε λίγο φωνάζει να βγούνε έξω από το θέατρο οι ανταρτίνες, περίπου 120 γυναίκες, που ενώ υπέγραψαν στη Λάρισα, τις φέρανε επίτηδες μαζί μας από το Τρίκερι για να πάρουν το απολυτήριο εδώ στη Μακρόνησο και να φανεί έτσι πως υπογράψανε πολλές γυναίκες.

Στη συνέχεια διατάζει να πάρουν τα μωρά από τις μωρομάνες με τα λόγια: « Δεν είναι άξιες αυτές να μεγαλώνουν Ελληνόπουλα». ..

«…Χθες ακόμα τα παιδάκια αυτά ψάχναν τις μανάδες τους μέσα σ’ εκείνο το αλαλούμ που δημιούργησαν τα καψόνια τους με τις μετακινήσεις μας στις σκηνές. Γι αυτό σήμερα τα έβλεπες να κρέμονται στο λαιμό της μάνας τους τόσο σφιχταγκαλιασμένα. Οι δήμιοι όμως τα’ άρπαξαν με το ζόρι. Και το κλάμα των παιδιών αντήχησε πάνω σ’ όλο το Μακρονήσι. Έσχισε τις καρδιές όλων μας. Κι όλα αυτά για να εκβιάσουν τις μανάδες τους και να πάνε να υπογράψουν ένα χαρτί που θα λέει: «Όλως αβιάστως και αυθορμήτως αποκηρύσσω με όλην την δύναμιν της ψυχής μου τον ξενοκίνητον συμμοριτισμόν, το εθνοκτόνον ΚΚΕ και τας παραφυάδας αυτού…»Αυτή ήταν η «δήλωση μετανοίας».

Μα όσο έβλεπαν πως καμιά δεν κουνιόταν από τη θέση της, τόσο σκύλιαζαν ή άρχισαν τις κλωτσιές και τα μαλλιοτραβήγματα.

Κάποιος Αλφαμίτης τραβάει μέσα από το σωρό μια κοπέλα και την αρχίζει στο ξύλο εκεί μπροστά στα μάτια μας. Είναι η Άννα Δαγκλή. Την χτυπάει στο πρόσωπο, τραβάει τα μαλλιά της και την κατηφορίζει προς τη θάλασσα. Ένας άλλος ποδοπατά με τις αρβύλες του μια γυναίκα και τη βρίζει συνέχεια. Τα νεύρα μας που έχουν δοκιμαστεί τόσο πολύ από το πρωί κοντεύουν να σπάσουν, τα μάτια μας συνέχεια καρφωμένα στις κινήσεις των Αλφαμιτών, που μπήκαν τώρα ανάμεσά μας και ψάχνανε γνωστές τους. Μας κλωτσούν, μας χλευάζουν.

Σε λίγο ο Παπαγιαννόπουλος διατάζει: «Να σηκωθούν οι καθοδηγήτριες Σιάντου, Καραγιώργη, Παΐζη». Τις βγάζουν από το Θέατρο και τις οδηγούν για την απομόνωση, ενώ ο Παπαγιαννόπουλος φωνάζει: «Καθ’ οδόν, καθ’ οδόν». Και οι Αλφαμίτες να τις χτυπούν συνέχεια στα πόδια»…

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της έντασης και της ψυχολογικής βίας ζήσαμε αρκετές ώρες στο χώρο του θεάτρου, όταν ακούσαμε τον Παπαγιαννόπουλο να μας κάνει την τελευταία του προειδοποίηση. Για μας τα «γύναια» δεν θα υπάρξει κανένας πλέον οίκτος και μας παραδίδει στα χέρια των Αλφαμιτών.
Οι μάστοροι αυτοί της βίας και του εγκλήματος ξέραν τι είχαν να κάνουν και με μας, το πρόγραμμά τους το εφάρμοσαν τόσες φορές με τους άντρες. Ήταν το ίδιο, το ξέραν απ’ έξω κι ανακατωτά.
Μας διατάζουν να μπούμε σε πεντάδες και στη συνέχεια μας οδηγούν προς τις σκηνές, που είναι στημένες, άδειες και μας περιμένουν. Μας βάζουν από σαράντα γυναίκες στην κάθε μια. Κάθε σκηνή θα ζήσει το δικό της ξεχωριστό δράμα. Η σκηνοθεσία κι εκεί είναι έτοιμη.
 Διακρίνεις μερικά φορεία και τους Αλφαμίτες με το περιβραχιόνιο και τον κόκκινο στευρό στο χέρι. Θα μας χρειαστούν για τις πρώτες βοήθειες.

Όλοι τους οπλισμένοι με πιστόλια στη μέση και στα χέρια ο καθένας κρατεί κι από κάτι ξεχωριστό. Βούρδουλα, συρματόσχοινα, βούνευρα, γκλομπ, όλα ήταν στην ημερήσια διάταξη»…
«…Η παρέα μας στριμώχνεται σε μια γωνιά της σκηνής. Οι αδελφές Ελένη και Αθηνά Βασιλείου, η «Ίρμα Τερζάκη, η Μαρίκα Γαλέου, η Αννούλα Πασάντζη, η Σιούρα και Αλίκη Ιωαννίδου κι εγώ»…
«…Σε λίγο αρχίζουν ν’ αρπάζουν διάφορες κοπέλες και να τις βγάζουν έξω από τη σκηνή. Δεν ξέρουμε πού τις παν, τι τις περιμένει. Κάθε φορά που άνοιγε το πανί της πόρτας, μας έπιανε ταχυπαλμία. Αναρωτιόμασταν ποιανής θα είναι τώρα η σειρά. 
Βγάζουν έξω κυρίως νέες κοπέλες και η αγωνία για την τύχη τους μας αναστατώνει. Καταλαβαίνουμε από τις φωνές τους πως τις οδηγούν προς τα κάτω. Άλλοτε πάλι παίρναν από το σωρό καμιά κοπέλα και την αρχίζανε στο ξύλο εκεί μπροστά στα μάτια όλων μας. Οι σκηνές ανατριχιαστικές.
 Η αγωνία αρχίζει να μας κυριεύει. Όσο βλέπουμε κι ακούμε τον βούρδουλα να πέφτει πάνω στα κορμιά των γυναικών τόσο σφιγγόμαστε η μια δίπλα στην άλλη. Σε κάθε ερώτηση του Αλφαμίτη «θα κάνει δήλωση εσύ:» άκουγες ένα τρανταχτό «όχι!». Λες και πεισμάτωσαν οι γυναίκες και η φωνή τους ακουγόταν τόσο αποφασιστική»…

«…Σε λίγο μέσα σ’ εκείνη την κόλαση ακούμε τις σφυρίχτρες να βαράνε διάλυση. Αλαφιασμένα ουρλιαχτά: «Όλες να βγούνε έξω!» Δεν ξέραμε τι σημαίνει. Τι θα μας κάνουν τώρα; Που θα μας πάνε; Ακούμε πως πρόκειται για συσσίτιο. Πάλι καλά που σκέφτηκαν να μας ταΐσουν. Την πείνα την είχαμε ξεχάσει τελείως»…
«…Αφού πέρασε η προθεσμία που μας έδωσαν για φαγητό ξανάρχισαν οι σφυρίχτρες και τα ουρλιαχτά τους ν’ ανεβούμε για τις σκηνές. Λαχανιασμένες τρέχουμε να προλάβουμε τους καμπινέδες, να πλύνουμε το πιάτο μας στη θάλασσα. Συνωστιζόμαστε πάνω στ’ απόκρημνα βράχια της Μακρονήσου.

Τώρα έχει πια σκοτεινιάσει και το νησί με τις μαύρες σκηνές στη σειρά παίρνει μια πένθιμη όψη. Βαραίνει η ψυχή κι η αντοχή αρχίζει να μας εγκαταλείπει. Ας ήτανε για λίγο να μπορούσαμε να ξαποστάσουμε, να γείρουμε κάπου το κεφάλι μας απαλά, να ξεκουραστούμε. Μα οι Αλφαμίτες άρχισαν πάλι να μπαινοβγαίνουν στις σκηνές μας. Αυτή τη φορά κρατούν φακούς στα χέρια τους, γιατί μόλις που διακρίνεις τις σκιές από τα κορμιά μας.

Οι Μυτιληνιές σταθήκανε μπροστά στην πόρτα για να κρύψουν τα κορίτσια πίσω από τις βράκες τους. Όλες οι ηλικιωμένες προσπαθούν να προστατέψουν τα κορίτσια, που άρχισαν να τα δέρνουν με περισσότερη μανία και να ουρλιάζουν:
«Πάρτε το χαμπάρι. Μόνες μείνατε! Όλες οι άλλες έχουν υπογράψει». Καμιά μας δεν τους πιστεύει»…
«…Όταν κάποτε πήρε τέλος η εφιαλτική αυτή νύχτα, άρχισαν να κυκλοφορούν και τα πρώτα νέα:
«Η Βαγγελιώ Σκευοφύλακα σακατεύτηκε από το ξύλο, έχασε τα λογικά της. Η Σόνια Κώνστα και η Στέλλα Παπαλώκα πάθανε εγκεφαλική διάσειση. Η Ελένη Λαμπάκη χτυπήθηκε άσχημα στο κεφάλι. Την Νίκη Σιαφλέκη την είδε η Αννούλα μέσα στο αίμα».
Από παντού μαθαίνουμε το πιο συνταρακτικό νέο: Κάτι αιματώματα και χτυπήματα από κλωτσιές αυτά δεν θεωρούνται άξια λόγου. Στη δική μας σκηνή βλέπουμε κατάχαμα την Κασιανή Καρζή πρησμένη σαν μπαλόνι να μην μπορεί να σηκωθεί, το ίδιο και η Παρθένα Χαρμανίδου. 
Αρχίζουν να κουβαλούν όλες τις χτυπημένες σε κάτι πρόχειρες σκηνές, τα λεγόμενα αναρρωτήρια, στις οποίες «ανανήψαντες» γιατροί δώσανε τις πρώτες βοήθειες.
Κι έβλεπες κορμιά μελανιασμένα, πόδια με μώλωπες, πρησμένα, εγκεφαλικά κατάγματα, γυναίκες μέσα στα αίματα, άρρωστες σε κακά χάλια, ήταν ένα θέαμα φριχτό.
Εκείνο το βράδυ που αποφάσισαν να χτυπήσουν τις γυναίκες, όλες οι σκηνές των φαντάρων, όλοι οι κλωβοί των ιδιωτών, ακόμα και οι χαράδρες είχαν βουβαθεί όλες.
 Του καθενός η σκέψη κείνο το βράδυ πετούσε στις γυναίκες. 
Ο πατέρας που είχε την κόρη του, ο γιός τη μάνα, την αδελφή του, όλων η σκέψη βρισκόταν στο κλωβό των γυναικών. Το βράδυ εκείνο Της 30ης Ιανουαρίου 1950, μία μόνο σκέψη κυριαρχούσε στη Μακρόνησο: ΑΠΟΨΕ ΧΤΥΠΟΥΝΕ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ!»
Απέναντι βλέπουν το Λαύριο. Λίγο πιο μακριά τα σπίτια τους. Κι όμως αυτές ζουν εγκλωβισμένες στη Μακρόνησο.

Οι γυναίκες έμειναν στο κολαστήρι λίγο περισσότερο από έξι μήνες, μέχρι την κατάργηση του στρατοπέδου των πολιτικών κρατούμενων της Μακρονήσου , στις αρχές Αυγούστου 1950. Οι περισσότερες γυναίκες δεν απολύθηκαν αλλά μεταφέρθηκαν πάλι στο Τρίκερι.


Η Μακρόνησος δεν ήταν ένας απλός τόπος εξορίας. Ηταν ένα οργανωμένο σύστημα εξόντωσης των αντιφρονούντων αριστερών και κυρίως των κομμουνιστών. Ηταν μια μελετημένη καταπιεστική και ψυχολογική μάχη που δινόταν καθημερινά ενάντια στη συνείδηση και αξιοπρέπεια, ενάντια στην αντοχή του ανθρώπου.



Η Μακρόνησος, που λειτούργησε στην αρχή ως στρατόπεδο οπλιτών, οι οποίοι δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη στο αστικό καθεστώς, μετατράπηκε στη συνέχεια σε κολαστήριο για εκατό και πλέον χιλιάδες κομμουνιστές και άλλους ΕΑΜίτες. 
Αργότερα το έργο αυτού του κολαστηρίου διευρύνθηκε και αφορούσε τώρα και πολίτες – με αποτέλεσμα πάνω από 15 χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι ΕΑΜίτες, μαζί τους και γυναίκες, να μεταφερθούν ομαδικά εκεί από τους τόπους εξορίας τους.



ΠΗΓΕΣ:

— ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες – Μαρτυρία, της Νίτσας Κ. Γαβριηλίδου, ιδιωτική Εκδοση, Αθήνα 2004
— «ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – ιστορικός τόπος», τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄, (Εκδοσεις Σύγχρονης Εποχής)
–- ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 30.1.2004, σελ. 16
-– ΠΕΚΑΜ – επίσημη ιστοσελίδα